- ἀχόρταστος
- ἀχόρταστοςunfedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αχόρταστος — αχόρταστος, η, ο και αχόρταγος, η, ο και ανεχόρταγος, η, ο επίρρ. α 1. ακόρεστος, φαγάς: Αχόρταγος καθώς ήταν, έφαγε το περισσότερο απ τ αρνί. 2. πλεονέχτης, άπληστος: Ζητούσε, ο αχόρταστος, να του πάρει το χτήμα για ένα κομμάτι ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχόρταστον — ἀχόρταστος unfed masc/fem acc sg ἀχόρταστος unfed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχορτάστου — ἀχόρταστος unfed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρταστε — ἀχόρταστος unfed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρταστοι — ἀχόρταστος unfed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχόρταγος — και αχόρταστος, η, ο (AM ἀχόρταστος, ον [χορτάζω] αυτός που δεν μπορεί να χορτάσει, ο ακόρεστος, ο άπληστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν χόρτασε, ο πεινασμένος 2. λαίμαργος, αδηφάγος 3. ανικανοποίητος … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek